- ἐυκνήμιδες
- ἐϋκνήμῑδες , ἐυκνήμιςwell-greavedfem nom/voc plἐϋκνήμῑδες , ἐυκνήμιςwell-greavedmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εϋκνήμις — ἐϋκνήμις, ιδος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει ωραίες περικνημίδες (α. «ἐϋκνήμιδες Ἀχαιοί», Ομ. Ιλ. β. «ἐϋκνήμιδες ἑταῑροι», Ομ. Οδ.) 2. (κατ επέκτ.) ο καλά οπλισμένος 3. (για άμαξες κ.λπ.) αυτός που έχει ωραίες ακτίνες στους τροχούς («ἐϋκνήμις… … Dictionary of Greek
δραπέτης — ο (θηλ. δραπέτισσα και δραπέτις, η) (AM δραπέτης θηλ. δραπέτις, η) 1. κρατούμενος, φυλακισμένος, δούλος κ.λπ., που έφυγε κρυφά, φυγάς 2. μτφ. αυτός που προσπαθεί να αποφύγει το καθήκον του νεοελλ. 1. κολεόπτερο έντομο τής οικογένειας ευκνημίδες 2 … Dictionary of Greek
πλοκαμίδα — η / πλοκαμίς, ίδος, ΝΑ 1. πλέγμα από μαλλιά, πλεξίδα·|| νεοελ. στρ. πλεξίδα από στουπί που χρησιμεύει ως βύσμα σε διάφορα σημεία τού εσωτερικού μηχανισμού ενός πυροβόλου αρχ. 1. (με περιληπτ. σημ.) κατσαρά μαλλιά 2. στον πληθ. αἱ πλοκαμίδες… … Dictionary of Greek